- συνοικουρία
- συνοικουρ-ία, ἡ, Astrol.,A partnership of domicile, Paul.Al.E. 3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοικουρία — ἡ, Α [συνοικουρῶ] αστρολ. συγκατοικία … Dictionary of Greek
συνοικουρίας — συνοικουρίᾱς , συνοικουρία partnership of domicile fem acc pl συνοικουρίᾱς , συνοικουρία partnership of domicile fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)